ῥαιβοειδής

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοειδής Medium diacritics: ῥαιβοειδής Low diacritics: ραιβοειδής Capitals: ΡΑΙΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhaiboeidḗs Transliteration B: rhaiboeidēs Transliteration C: raivoeidis Beta Code: r(aiboeidh/s

English (LSJ)

ές,    A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.

German (Pape)

[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].