ῥαφάνινος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
η, ον, A of radish, ἔλαιον Dsc.1.37, PAmh.2.93.10 (ii A.D.), Gal.11.750: ῥαφάνινον alone, PFay.240 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 835] von Rettig gemacht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαφάνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ ῥαφανίδων, ἔλαιον Διοσκ. 1. 45.
Spanish
Greek Monolingual
και ῥεφάνινος, -ίνη, -ον, Α
παρασκευασμένος από ραφανίδα («ῥαφάνινον ἔλαιον», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].