θύρη
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
θύρηθι, Ion. and Ep. for θύρα, θύραθι.
Greek (Liddell-Scott)
θύρη: θύρηθε, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ θύρα, θύραθεν.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θύρα.
English (Autenrieth)
door, gate, folding-doors, entrance, Od. 13.370 ; ἐπὶ θύρῃσι, ‘at the court’ (cf. ‘Sublime Porte,’ of the Sultan, and Xenophon's βασιλέως θύραι).
Greek Monolingual
(I)
θύρη, ἡ (Α)
ιων. και επικ. τ. του θύρα.
(II)
θύρη, τὰ (Μ)
η πύλη, τα δύο θυρόφυλλα της πύλης του αγίου βήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θύρα με μεταβολή γένους].
Greek Monotonic
θύρη: θύρηθε, Ιων. και Επικ. αντί θύρα, θύραθεν.
Russian (Dvoretsky)
θύρη: ион.-эп. = θύρα.