νιτροποιός
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
όν, A producing νίτρον, γῆ Sch.Ar.Ra.725.
Greek (Liddell-Scott)
νιτροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων νίτρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 725.
Greek Monolingual
νιτροποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει νίτρο.