παλαιοθέτης
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
παλαιοπράγμων, δραστήριος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 445] nach Hesych. u. Phot. παλαιοπράγμων.
Greek (Liddell-Scott)
παλαιοθέτης: «παλαιοπράγμων, δραστήριος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
παλαιοθέτης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παλαιοπράγμων, δραστήριος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + θέτης (< τίθημι)].