μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: θάμβημα | Medium diacritics: θάμβημα | Low diacritics: θάμβημα | Capitals: ΘΑΜΒΗΜΑ |
Transliteration A: thámbēma | Transliteration B: thambēma | Transliteration C: thamvima | Beta Code: qa/mbhma |
ατος, τό, A alarm, terror, Man.4.559.
[Seite 1185] τό, Schreckniß, Maneth. 4, 559.
θάμβημα: τό, ἀντικείμενον θάμβους, τρόμου, φόβητρον, τρόμαγμα, Μανέθων 4. 559.
θάμβημα, το (Α) θαμβώ
αυτό που προκαλεί θάμβος, κατάπληξη ή τρόμο.