κρέμασμα

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέμασμα Medium diacritics: κρέμασμα Low diacritics: κρέμασμα Capitals: ΚΡΕΜΑΣΜΑ
Transliteration A: krémasma Transliteration B: kremasma Transliteration C: kremasma Beta Code: kre/masma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Sch.rec.A.Pr.157.

Greek (Liddell-Scott)

κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.

Greek Monolingual

το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.