Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Full diacritics: κρέμασμα | Medium diacritics: κρέμασμα | Low diacritics: κρέμασμα | Capitals: ΚΡΕΜΑΣΜΑ |
Transliteration A: krémasma | Transliteration B: kremasma | Transliteration C: kremasma | Beta Code: kre/masma |
ατος, τό, = sq., Sch.rec.A.Pr.157.
κρέμασμα: τό, = τῷ ἑπομ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 157.
το (Μ κρέμασμαν) κρεμώ
το να κρεμιέται κάτι από ψηλότερο σημείο, ανάρτηση, εξάρτηση, νεοελλ.
1. απαγχονισμός
2. (συν. σαρκαστικά) γάμος, παντρειά
μσν.
στήριγμα.