προπωλητής

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπωλητής Medium diacritics: προπωλητής Low diacritics: προπωλητής Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: propōlētḗs Transliteration B: propōlētēs Transliteration C: propolitis Beta Code: propwlhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = foreg., PGrenf. 1.36.8(i B.C.), PAmh.2.51.28(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.