νεοτευχής

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτευχής Medium diacritics: νεοτευχής Low diacritics: νεοτευχής Capitals: ΝΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: neoteuchḗs Transliteration B: neoteuchēs Transliteration C: neotefchis Beta Code: neoteuxh/s

English (LSJ)

ές, = foreg., A δίφροι Il.5.194; μοῦσα Tim.Pers.216; κισσύβιον Theoc.1.28.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).

Greek (Liddell-Scott)

νεοτευχής: -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεότευκτος.

English (Autenrieth)

ές (τεύχω): newly made, Il. 5.194†.

Greek Monolingual

νεοτευχής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) νεότευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

νεοτευχής: -ές (τεύχω), όπως το νεότευκτος, πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νεοτευχής: недавно построенный, т. е. новый (δίφροι Hom.; κισσύβιον Theocr.; οἰκία Anth.).

Middle Liddell

νεο-τευχής, ές τεύχω
newly made, Il.