ἀκαλυφής
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ές, = foreg., S.Ph.1327, Arist. de An.422a1:—ἄκαλλ-ος, ον, Hippobot. ap. D.L.8.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλῠφής: -ές, = ἀκάλυπτος, Σοφ. Φ. 1327. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 13, καὶ ἀκάλυφος, ον, Διογ. Λ. 8. 72.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἀκάλυπτος.
Spanish (DGE)
(ἀκαλῠφής) -ές
descubierto σηκός S.Ph.1327, cf. Arist.de An.422a1.
Greek Monolingual
ἀκαλυφὴς (-οῡς), -ές (Α)
ο ακάλυπτος.
Greek Monotonic
ἀκᾰλῠφής: -ές = ἀκάλυπτος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰλῠφής: Soph., Arst. = ἀκάλυπτος.
Middle Liddell
= ἀκάλυπτος, Soph.]