νεοσσίς

From LSJ
Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίς Medium diacritics: νεοσσίς Low diacritics: νεοσσίς Capitals: ΝΕΟΣΣΙΣ
Transliteration A: neossís Transliteration B: neossis Transliteration C: neossis Beta Code: neossi/s

English (LSJ)

Att. νεοττ-, later νοσσίς, ίδος, ἡ, = foreg.1, Arist.HA559b23; Παφίης νοσσίς, of a A girl, AP9.567 (Antip.): freq. as pr. n. in Com. 2 νοσσίδες, αἱ, name of a kind of shoe, Herod.7.57.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσίς: Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19· Παφίης νοσσὶς (ἴδε νεοσσός), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite poule, poulette.
Étymologie: νεοττός.

Greek Monolingual

νεοσσίς και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α)
1. μικρό θηλυκό πουλί
2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες
είδος υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα -ις (πρβλ. νεωρ-ίς)].

Greek Monotonic

νεοσσίς: Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσίς: атт. νεοττίς, ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.

Middle Liddell

νεοσσίς, αττιξ νεοττίς, ίδος, ἡ, = νεόσσιον, of a girl, Anth.]