ζαφεγγής

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

German (Pape)

[Seite 1136] ές, sehr leuchtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζαφεγγής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο-φεγγής, λαμπρο-φεγγής].