ἐμπερόναμα
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
robe agrafée sur les épaules.
Étymologie: ἐμπερονάω.
Spanish (DGE)
v. ἐμπερόνημα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερόνᾱμα: ατος τό плащ на застежке Theocr.