θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
[Seite 1321] ὁ, = φώκαινα, Hesych.
φῶκος: ὁ, = φώκαινα, «φῶκος· κῆτος θαλάσσιον ὅμοιον δελφῖνι» Ἡσύχ.
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) φώκαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φώκη κατά τα αρσ. σε -ος].