ἐπιΐστωρ

From LSJ
Revision as of 20:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
confident ou complice de, gén., sel. d’autres qui a conscience de, auteur de.
Étymologie: ἐπί, ἴστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιΐστωρ: ορος adj.
1) сведущее лицо, знаток (σοφίης ἐ. ἀνήρ Anth.): ἐ. δίσκων Anth. знающий толк в блюдах, гурман;
2) участник, виновник: Ἡρακλῆς, μεγάλων ἐ. ἔργων Hom. Геракл, свершитель великих подвигов.