Νάξιος

From LSJ
Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Naxos, une des Cyclades;
2 de Naxos, en Sicile.
Étymologie: Νάξος.

English (Slater)

Νάξιος
   1 of Naxos,
   a the Aegean island. φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν (νομίζονται γὰρ διαφορώταται τῶν ἄλλων ἀκονῶν αἱ κατὰ τὴν ἐν Κρήτῃ Νάξον Σ, but edd. refer to the island of Naxos) (I. 6.73)
   b Naxos in Sicily. ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον. (v. Paus., 6. 13. 8.) fr. 23.

Russian (Dvoretsky)

Νάξιος: II ὁ житель Наксоса, наксосец Her. etc.
наксосский: Ναξία ἀκόνα Pind. оселок из наксосского камня.

Middle Liddell

Νάξιος, η, ον
Naxian; οἱ N. the Naxians, Hdt.; Ναξία ἀκόνα a Naxian whetstone, Pind.