δμώϊος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 650] ον, knechtisch; βρέφος, des Sclaven, Antp. Sid. 103 (IX, 407).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’esclave, servile.
Étymologie: δμώς.
Greek Monolingual
δμώιος, -ον (Α)
δουλικός («δμώιον βρέφος» — δουλάκι, βρέφος δούλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο και μτγν. επίθ. του δμως].
Russian (Dvoretsky)
δμώϊος: рабский, рабского происхождения (βρέφος Anth.).