ὑποδωριστί
From LSJ
[Seite 1217] adv., die vorige Tonart; Arist. probl. 19, 48; Music.
Α
επίρρ. μουσ. κατά την υποδώρια αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδώριος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. δωρ-ιστί)].
ὑποδωριστί: adv. гиподорически, на полудорический лад (ᾄδειν Arst.).