διπολιώδης

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

German (Pape)

[Seite 641] ες, nach Weise der Διπόλια, s. nom. pr., = altfränkisch, Ar. Nubb. 971.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
(qui sent les Dipolies, càd) vieux, suranné.
Étymologie: Διπόλια, -ωδης.

Greek Monolingual

διπολιώδης, -ες (Α) Διπόλια
αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.

Russian (Dvoretsky)

δῑπολιώδης: ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый (ἀρχαῖος καὶ δ. Arph.).