δολορράφος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
δολορράφος: [ᾰ], -ον, (ῥάπτω) πανοῦργος, ἄπιστος, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 925.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ourdit, trame des intrigues.
Étymologie: δόλος, ῥάπτω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
costurero de engaños, artero Tz.H.8.918.
Greek Monotonic
δολορράφος: [ᾰ], -ον (ῥάπτω), αυτός που μηχανεύεται δόλους.
Middle Liddell
δολορ-ρά˘φος, ον adj ῥάπτω
contriving wiles.