αἰγίπους

From LSJ
Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Spanish (DGE)

-ουν

• Morfología: [gen. -ποδος]
de pies de cabra οἰκέειν τὰ ὄρεα αἰγίποδας ἄνδρας Hdt.4.25, neutr. Sch.Theoc.1.3/4d.

Greek Monotonic

αἰγίπους: -ποδος, ὁ, ἡ, τὸ αἰγίπουν = το προηγ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγίπους: 2, gen. ποδος козлоногий (ἄνδρες Her.).

Middle Liddell

= αἰγιπόδης, Hdt.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰγίπους -ουν αἴξ, πούς acc. plur. -ποδας, met geitenpoten.