καρπιστεία
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
Greek Monolingual
καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.