καρπιστεία

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.

Greek Monolingual

καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.