πολύχρους

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και πολύχροος, -η, -ο, Ν, και πολύχροος, -οον και ποιητ. τ. πουλύχρους, Α
αυτός που έχει πολλά, ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ομό-χρους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχρους -ουν, contr., Ion. πολύχροος -οον [πολύς, χρόα] kleurrijk.