ἕωσπερ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
strengthd. for ἕως, Th.7.19, Pl.Phdr.243e, v.l. in D.25.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1135] auch getrennt geschrieben, so lange als nur, bis, in den Constructionen wie ἕως, Plat. Phaedr. 243 e Apol. 29 d u. öfter,
Greek (Liddell-Scott)
ἕωσπερ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἕως, ἔτι καὶ ἕως, Θουκ. 7. 19, Πλάτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ou ἕως περ;
conj.
aussi longtemps que, tant que ; se construit comme ἕως.
Greek Monolingual
ἕωσπερ (Α)
επιτ. τ. του ἕως (I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (I) + περ «βέβαια, ακριβώς»].
Greek Monotonic
ἕωσπερ: επιτετ. αντί ἕως, έως, μέχρι, ώσπου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἕωσπερ: (intens. к ἕως II) до тех пор пока, все время как, пока только: ἕ. ἂν ᾖς ὃς εἶ Plat. пока ты будешь таким, каким являешься; ἕ. ἔφθασεν ἑσπέρα γενομένη Xen. до тех пор, пока не надвинулся вечер; ἕ. ἂν ἐκτίσῃ Dem. вплоть до уплаты (долга).