Τριτογενής
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
έος, ἡ, collat. form of foreg., h.Hom.28.4, Orac. ap. Hdt.7.141, Ar.Eq. 1189, IG12.529, al. II prov., παῖς μοι τριτογενὴς εἴη, μὴ τριτογένεια, apptly. of children born on the third or 23rd of the month ("ἀρρενώδεις γὰρ αἱ τοιαῦται γυναῖκες"), Sch.BT Il.8.39, cf. Suid. s.v. τριτογένεια.
Greek (Liddell-Scott)
Τρῐτογενής: έος, ἡ, σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ προηγ., Ὕμν. Ὁμ. 28. 4, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189· ἀλλὰ διαστέλλεται ἀπ’ αὐτοῦ, παῖς μοι Τριτογενὴς εἴη, μὴ Τριτογένεια Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Θ. 39.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
c. Τριτογένεια.
Greek Monotonic
Τρῑτογενής: -έος, ἡ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν., Χρησμ. παρ' Ηροδ.