νυκτηγρεσία
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ἡ, written -εγρεσία, = A excubiae, Gloss. ; nyctegresia, Fest. s.v. egretus.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγρεσία: -γρετέω, = νυκτεγερσία, -γερτέω, Λοβεκ. Φρύνιχ. 701.
Greek Monolingual
νυκτηγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.