μητροτύπτης
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ου, ὁ, A = μητραλοίας, Hsch. s.v. ἀλοία.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, = μητραλοίας, Hesych. v. ἀλοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
μητροτύπτης: -ου, ὁ, = μητραλοίας, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλοιᾷ.
Greek Monolingual
μητροτύπτης, ὁ (Α)
μητροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -τύπτης (< τύπτω), πρβλ. πατρο-τύπτης].