τοιχογραφία

From LSJ
Revision as of 13:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχογρᾰφία Medium diacritics: τοιχογραφία Low diacritics: τοιχογραφία Capitals: ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: toichographía Transliteration B: toichographia Transliteration C: toichografia Beta Code: toixografi/a

English (LSJ)

ἡ, A a writing or painting on a wall, Aret.CA1.2; the art of wall-painting, St.Byz. s.v. Βοῦρα.

German (Pape)

[Seite 1125] ἡ, das Schreiben, Malen an die Wand; bes. die Annalen des Pontifex maximus, die an die Tempelwände geschrieben u. zum Lesen ausgestellt wurden, Pol. (?).

Greek (Liddell-Scott)

τοιχογραφία: ἡ, τὸ τοιχογραφεῖν, ζωγραφεῖν ἐπὶ τοίχου, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Βοῦρα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 1.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
τοιχογράφηση
νεοελλ.
ζωγραφική διακόσμηση που φιλοτεχνείται στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής ενός οικοδομήματος, συνήθως απευθείας πάνω στο επίχρισμα
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη της ζωγραφικής σε τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -γραφία].