παντέλειος

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλειος Medium diacritics: παντέλειος Low diacritics: παντέλειος Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pantéleios Transliteration B: panteleios Transliteration C: panteleios Beta Code: pante/leios

English (LSJ)

ον, later form of παντελής, A in pure perfection, νοῦς Thphr.Fr.53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; π. ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i. e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. -είως Erot. s.v. ἀπαρτί.

German (Pape)

[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερ-τέλειος)].