ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Full diacritics: ἐπίνοστος | Medium diacritics: ἐπίνοστος | Low diacritics: επίνοστος | Capitals: ΕΠΙΝΟΣΤΟΣ |
Transliteration A: epínostos | Transliteration B: epinostos | Transliteration C: epinostos | Beta Code: e)pi/nostos |
ον, A for a return, ᾠδή Hsch. s.v. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος: ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).