ἁρμόττω
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥρμοττον;
c. ἁρμόζω.
Spanish (DGE)
ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.
Greek Monotonic
ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόττω: = ἁρμόζω.