τιθή
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
English (LSJ)
ἡ, A = τίτθη (q.v.), Hsch. (dub.).
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, seltene Nebenform von τίτθη.
Greek (Liddell-Scott)
τιθή: ἡ, = τίτθη, τροφός, Ἡσύχ., ἀλλὰ - τιθαί· «τιθασ(σ)αί. τέλειαι, ἐργάτιδες, πραεῖαι» ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. τίτθη HSCH.
Étymologie: cf. τιθήνη, τιθασός.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) α) «τίτθη»
β) στον πληθ. αἱ τιθαί
«τιθασ[σ]αί, τέλειαι ἐργάτιδες, πραεῑαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θ. του τιθασεύω.