τιθή
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
ἡ, = τίτθη (q.v.), Hsch. (dub.).
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, seltene Nebenform von τίτθη.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. τίτθη HSCH.
Étymologie: cf. τιθήνη, τιθασός.
Greek (Liddell-Scott)
τιθή: ἡ, = τίτθη, τροφός, Ἡσύχ., ἀλλὰ - τιθαί· «τιθασ(σ)αί. τέλειαι, ἐργάτιδες, πραεῖαι» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) α) «τίτθη»
β) στον πληθ. αἱ τιθαί
«τιθασ[σ]αί, τέλειαι ἐργάτιδες, πραεῖαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θ. του τιθασεύω.