κιχήλα
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
ἡ, Dor. for κίχλη (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1444] ἡ, dor. = κίχλη; Epicharm. bei Ath. II, 64 f; Ar. Nubb. 339.
Greek (Liddell-Scott)
κιχήλα: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κίχλη «κιχῆλαι· αἱ κίχλαι τὰ ὄρνεα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sicil. c. κίχλη.
Greek Monolingual
κιχήλα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κίχλη.
Greek Monotonic
κιχήλᾱ: ἡ, Δωρ. αντί κίχλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιχήλα -ας, ἡ [~ κίχλη] Dor. gen. plur. κιχηλᾶν, lijster (vogel).
Russian (Dvoretsky)
κῐχήλα: ἡ дор. Arph. = κίχλη.
Middle Liddell
κιχήλᾱ, ἡ, [doric for κίχλη.]