ἀπερίβλεπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, not looked at from all sides; hence, limitless, ἀ. καὶ παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασιν Iamb. VP 29.162, cf. AB 421; incomprehensible, Hsch., Suid. Act., regardless, Phryn. PS p. 10B.
German (Pape)
[Seite 287] 1) nicht überschaut, nicht erwogen. – 2) nicht um sich schauend, unvorsichtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίβλεπτος: -ον, ὁ μὴ περιβλεπόμενος, ἀπερίοπτος Α. Β. 8. 9, ἐν λέξ. ἀπέρωτος. ΙΙ. ἀκατάληπτος, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 162, «ἀνυπονόητος» Σουΐδ., «ἀπερινόητος» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inabarcable ἀ. καὶ παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασιν Iambl.VP 162, cf. AB 421, Hsch., Sud.
2 carente de visión πάντων Hippol.Haer.4.46
•carente de respeto Phryn.PS p.10.
II adv. -ως
1 sin ostentación Pion.V.Polyc.10.
2 descuidadamente Eus.VC 2.16.