σταφιδευταῖος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
α, ον, (σταφίς) A of dried grapes,= στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17; σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.Fr.19, Gloss.
German (Pape)
[Seite 930] von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφῐδευταῖος: -α, -ον, (σταφὶς) ὁ ἐκ ξηρῶν σταφυλῶν ἤτοι σταφίδων, ὡς τὸ στεμφυλίτης, Ἱππ. 497. 8· σταφίδιος οἶνος, ὁ ἐξ ἀσταφίδων, αὐτόθι 7· σταφιδίτης οἶνος Γλωσσ., ἑτέρα γραφὴ σταφιδευτέος, ἴδε Θ. Παπαδημητρακόπουλου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 111.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
φρ. «σταφιδευταῑος οἶνος» — κρασί από ξηρή σταφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + κατάλ. -αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου σταφιδευτής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.