κατασβήνω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῡμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῑν καὶ λεῑον παρεῑχε», Πλούτ.).