επιτέλλω
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
Greek Monolingual
(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
(Α ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῑος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].