γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
(ΑΜ ὀνειδίζω) όνειδος1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.)3. περιπαίζω, χλευάζω4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω.