τριβούνος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
άρχοντας
μσν.
(στο Βυζ.)
1. διοικητής τών ταγμάτων του στρατού ο οποίος υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη
2. φρ. «τριβοῡνος τοῡ στάβλου» — ο διοικητής τών βασιλικών στάβλων
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη)
1. στρατιωτικός ή πολιτικός αξιωματούχος
2. φρ. α) «στρατιωτικοί τριβοῡνοι» — διοικητές του πεζικού
β) «τριβοῡνοι τοῡ δημοσίου ταμείου»
i) πιθ. αξιωματούχοι που συνέλεγαν τον φόρο και διένεμαν τον μισθό τών στρατιωτών στις φυλές
ii) (μετά το 168 π.Χ.) ιδιαίτερη τάξη, αμέσως κατώτερη από τους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tribunus «αρχηγός, ηγεμόνας»].