αθλούμαι

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, -έω)
νεοελλ.
γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό
μσν.
αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση του χριστιανισμού
αρχ.
1. αγωνίζομαι σε μάχη
2. είμαι αθλητής, αγωνίζομαι για βραβείο
3. μοχθώ, κοπιάζω, διεξάγω αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἆθλος.