καλλιεργώ

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source

Greek Monolingual

(AM καλλιεργῶ, -έω) καλλίεργος
κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών
νεοελλ.
1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες»)
2. εξασκώ κάποια φυσική ή ηθική ιδιότητά μου («καλλιεργεί τη φωνή του»)
3. υποθάλπω, συνάπτω, διατηρώκαλλιεργώ σχέσεις»)
4. (μικρβλ.) προκαλώ τον πολλαπλασιασμό μικροβίων σε τεχνητές θρεπτικές ουσίες
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλλιεργημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πνευματική και κοινωνική μόρφωση καθώς και ψυχική ανωτερότητα
αρχ.
παθ. καλλιεργοῡμαι, -έομαι
είμαι καλά δουλεμένος.