Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω → Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
-έω, Α1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι2. (το παθ.) παραβομβοῡμαι, -έομαιενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.