υφηγητής
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
ο / ὑφηγητής, ΝΑ, θηλ. υφηγήτρια Ν ὑφηγοῡμαι
νεοελλ.
(παλαιότερα)
1. μέλος του διδακτικού προσωπικού πανεπιστημίων ή ισότιμων ανώτατων σχολών που δίδασκε υπό την επίβλεψη του τακτικού καθηγητή της έδρας·2. μέλος του διδακτικού προσωπικού ξένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το παραπάνω λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, οδηγός
2. αυτός που καθοδηγεί, συμβουλεύει
3. διδάσκαλος.