στρογγυλώνω
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω στρογγυλό κάτι, το στρογγυλεύω
αρχ.
παθ. στρογγυλοῡμαι, -όομαι
δίνω την εντύπωση του στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.