σωματώ

From LSJ
Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-όω, ΜΑ σῶμα, σώματος]
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)
2. παθ. σωματοῦμαι -όομαι
γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.
β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι», Αριστοτ.).