μεσουρανώ

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

(ΑM μεσουρανῶ, -έω)
(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο του ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείοοἷονἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. βρίσκομαι ή φθάνω στο πιο ψηλό σημείο της δράσης, της ακμής, της επιτυχίας ή της δόξας
αρχ.
βρίσκομαι στο ναδίρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανος].