φυλακτό

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν
αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι τον προστατεύει από κινδύνους και απομακρύνει το κακό ή του φέρνει καλοτυχία (α. «φυλαχτό με τίμιο ξύλο» β. «ἐν τῷ τραχήλῳ φυλακτά», Θεοφάν.
γ. «ἐξουθενεῑν τὰ λεγόμενα φυλακτὰ καὶ τοὺς λεγομένους ἐξορκισμούς», Νείλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. φυλακτός].