Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ληρώ

From LSJ
Revision as of 07:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]
είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῑν», Πλάτ.)
αρχ.
(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.