ταρβώ

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

-έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α
(ποιητ. τ.)
1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω
2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι
β) σέβομαι κάτι
3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν
κατάσταση τρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ταρβῶ ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα tergw- «φοβερίζω, τρομάζω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. tarjati «απειλώ, φοβερίζω», λατ. torvus «αγριωπός, βλοσυρός». Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. ταρβῶ στα ομηρικά κείμενα συγκριτικά με τα τάρβος και ἀταρβής οδηγεί στο να υποτεθεί ότι είναι ο κύριος τ. της οικογένειας. Η οικογένεια του ρ. αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συνώνυμη οικογένεια του φοβοῦμαι].